Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πρώτης τάξης

См. также в других словарях:

  • ωογένεση — Η εξέλιξη των θηλυκών γεννητικών κυττάρων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός θηλυκού γαμέτη ή ωαρίου. Η ω. παρουσιάζει αξιοσημείωτη ομοιότητα με τη σπερματογένεση. Αρχίζει με τον πολλαπλασιασμό των ωογονίων, που, στη συνέχεια,… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) …   Dictionary of Greek

  • γραμμική διαφορική εξίσωση — Διαφορική εξίσωση στην οποία η άγνωστη συνάρτηση και οι παράγωγοί της εμφανίζονται μόνο στον πρώτο βαθμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η διαφορική εξίσωση ονομάζεται μη γραμμική. Η γενική μορφή της γ.δ.ε. είναι: y(n) + e1(x)y(n 1) + e2(x)y(n 2),..., + …   Dictionary of Greek

  • κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • πιεζοηλεκτρισμός — Ιδιότητα ορισμένων κρυστάλλων να εκδηλώνουν επιφανειακές διανομές ηλεκτρικών φορτίων αντίθετου σημείου, με την επίδραση μηχανικών ελαστικών παραμορφώσεων (ευθύ πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο), ή, αντίστροφα, να παραμορφώνονται, όταν υποβάλλονται στην… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • μυριάποδα — (myriapoda ή myriopoda). Ομοταξία χερσαίων αρθρόποδων, των οποίων το σώμα αποτελείται από πολλά τμήματα ή μεταμερίδια ίσα μεταξύ τους (ομώνυμη μεταμέρεια), καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με ένα ή δύο ζεύγη άκρων, έτσι ώστε κάθε άτομο έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»